- τετραϋποκατεστημένος
- -η, -ο, Ν χημ. (για παράγωγα) αυτός που λαμβάνεται με υποκατάσταση από τέσσερα άτομα ή ρίζες τεσσάρων ατόμων τού μορίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tetrasubstitue < tetra- (< τετρ[α]-*) + substitue «υποκατεστημένος»].
Dictionary of Greek. 2013.